- συναρπαγή
- η, ΝΜΑ [συναρπάζω]1. αρπαγή από κοινού με κάποιον άλλο («ἐκτὸς συναρπαγῆς καὶ κλοπῆς», πάπ.)2. μτφ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναρπάζω, άσκηση μεγάλης γοητείας πάνω σε κάποιοννεοελλ.φρ. «σύνθετο εκ συναρπαγής»γλωσσ. σύνθετη λέξη που έχει σχηματιστεί από ολόκληρη φράση, όπως λ.χ. το επίθετο παράλληλος, που έχει σχηματιστεί από τη φρ. παρ' ἀλλήλουςαρχ.1. απροσεξία, απερισκεψία που οφείλεται σε βιασύνη2. απάτη3. (η δοτ. ως επίρρ.) συναρπαγῇαπρόσεκτα, αφηρημένα, βιαστικά.
Dictionary of Greek. 2013.