συναρπαγή

συναρπαγή
η, ΝΜΑ [συναρπάζω]
1. αρπαγή από κοινού με κάποιον άλλο («ἐκτὸς συναρπαγῆς καὶ κλοπῆς», πάπ.)
2. μτφ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναρπάζω, άσκηση μεγάλης γοητείας πάνω σε κάποιον
νεοελλ.
φρ. «σύνθετο εκ συναρπαγής»
γλωσσ. σύνθετη λέξη που έχει σχηματιστεί από ολόκληρη φράση, όπως λ.χ. το επίθετο παράλληλος, που έχει σχηματιστεί από τη φρ. παρ' ἀλλήλους
αρχ.
1. απροσεξία, απερισκεψία που οφείλεται σε βιασύνη
2. απάτη
3. (η δοτ. ως επίρρ.) συναρπαγῇ
απρόσεκτα, αφηρημένα, βιαστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναρπαγή — robbery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγῇ — συναρπάζω snatch and carry away with aor subj pass 3rd sg συναρπαγή robbery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγῆς — συναρπαγή robbery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγήν — συναρπαγή robbery fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυνάρπαστος — ἀσυνάρπαστος, ον (AM) εκείνος που δεν κινδυνεύει από «συναρπαγή», που δεν παραπλανάται …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՓ — (խափի.) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. (լծ. ընդ թ. գափմա, գափաթամգ. գափանճա. որպէս եւ լտ. գա՛փթօ եւն.). Յաշտակութիւն. հաղբ, եւ խարք. συναρπαγή rapina, direptio. *Զի ոչ ընդ խափս ինչ էին յանդգնութիւնք նոցա. Ոսկ. ես.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ξυναρπαγῆς — συναρπαγῆς , συναρπαγή robbery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγῇς — συναρπάζω snatch and carry away with aor subj pass 2nd sg συναρπαγή robbery fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”